ГАЗИФИЦИРОВАТЬ - ορισμός. Τι είναι το ГАЗИФИЦИРОВАТЬ
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ГАЗИФИЦИРОВАТЬ - ορισμός


газифицировать      
ГАЗИФИЦ'ИРОВАТЬ, газифицирую, газифицируешь, ·совер. и ·несовер., что (тех.).
1. Добыть (добывать) газ из чего-нибудь. Газифицировать уголь.
2. Перевести (переводить) на газовое топливо. Газифицировать завод.
газифицировать      
несов. и сов. перех.
1) Производить газификацию (1).
2) Производить газификацию (2) чего-л.
ГАЗИФИЦИРОВАТЬ      
рую, рует, несов. и сов., что
1. Осуществлять (осуществить) газификацию. Г. город.||Ср. ЭЛЕКТРИФИЦИРОВАТЬ.
2. тех. Производить (произвести) газификацию. Г. каменный уголь.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ГАЗИФИЦИРОВАТЬ
1. "Роснефти" под обязательство газифицировать Камчатку.
2. - "Газпром" будет газифицировать Сахалинскую область?
3. Кроме того, "Газпром" должен газифицировать Камчатку.
4. Газифицировать центральные усадьбы проще, нежели частный сектор.
5. Сколько населенных пунктов удастся газифицировать - пока неизвестно.
Τι είναι газифицировать - ορισμός